1218 αποτελέσματα

Η Ενοχή στη Γονεϊκότητα

Submitted by alexapos on Mon, 11/04/2024 - 10:58
Description

LOGO





Η ενοχή είναι ένα κοινό συναίσθημα μεταξύ των ανθρώπων. Πολλές φορές μπορεί να είναι δικαιολογημένη, ιδιαίτερα καθώς κανείς επανεπεξεργάζεται επιλογές ή συμπεριφορές του πρόσφατου ή πιο μακρινού παρελθόντος ενώ άλλες φορές μπορεί να είναι υπέρμετρη και να οδηγεί σε άδικη μεγέθυνση του μεριδίου ευθύνης ενός ατόμου σε κάποια περίσταση. Κατά κανόνα, όσο μεγαλύτερη είναι η συναισθηματική επένδυση που υπάρχει στην εκάστοτε κατάσταση, τόσο εντονότερα είναι τα συναισθήματα που διακινούνται μέσα μας. Ένα από αυτά είναι η ενοχή και μία από τις περιστάσεις στις οποίες εμφανίζεται είναι εκείνη της διαρκώς και αδιαλείπτως συναισθηματικά φορτισμένης συνθήκης που ονομάζεται γονεϊκότητα.

Content
Plain Text


    Κατά τις συζητήσεις μου με γονείς παιδιών κάθε ηλικίας, τόσο στην εργασία μου, ως ψυχολόγος όσο και στην προσωπική μου ζωή, κάποια στιγμή ανακύπτουν απορίες σχετικά με χειρισμούς ή συμπεριφορές τους προς τα παιδιά. Αναρωτιούνται εάν οι αποφάσεις, οι συμπεριφορές και οι επιλογές τους ως γονείς είναι κατάλληλες, επιστημονικά ορθές και συναισθηματικά έγκυρες. Πίσω από όλες αυτές τις απορίες, κρύβεται το ίδιο ερώτημα: Είμαι καλός γονιός; Πρόκειται για ένα εξαιρετικά ευαίσθητο ζήτημα, το οποίο έρχεται διαρκώς στην επιφάνεια, καθώς οι γονείς δέχονται αδιάκοπες πιέσεις να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να ανταποκριθούν σε αυτές. Ταυτόχρονα, λαμβάνουν βροχή (καταιγίδα, ίσως) πληροφοριών και νουθεσιών από το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, από βιβλία γονεϊκότητας, ειδικούς, εκπαιδευτικούς, ακόμη και τους δικούς τους γονείς οι οποίοι συχνά με την καλή προαίρεση της προσφοράς βοήθειας και υποστήριξης, μπορεί να γίνουν έως και πιεστικοί προσδοκώντας (για το καλό του παιδιού και του «του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί μου», δηλαδή του εγγονιού τους) να θέσουν και πολλές φορές να επιβάλλουν τη δική τους άποψη.

    Συχνά λέγεται ότι «δεν υπάρχει εγχειρίδιο οδηγιών χρήσης για το πώς να μεγαλώσει κανείς ένα παιδί». Η διατύπωση αυτή αληθεύει, καθώς ακόμη κι αν υπήρχε, θα μας ήταν άχρηστο. Η κάθε οικογένεια είναι διαφορετική και μοναδική και αποτελείται από ανθρώπους που προέρχονται από άλλες, πολύπλοκες, διαφορετικές και μοναδικές οικογένειες. Οι παράμετροι είναι πάρα πολλές και οι καταστάσεις τρέχουν καθημερινά με σχεδόν ιλιγγιώδη ταχύτητα. Οι γονείς καλούνται να μεγαλώσουν τα παιδιά τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, προσπαθώντας παράλληλα να αντεπεξέλθουν στις προσωπικές τους ανάγκες, στην εργασία τους, στην κοινωνική τους ζωή, συχνά στο ρόλο του/της συζύγου και συντρόφου και σε διάφορες άλλες απαιτητικές για τους ίδιους διαστάσεις της καθημερινής ζωής.

Πολλές φορές, οι παραπάνω συνθήκες (όλες μαζί, ο συνδυασμός τους ή κάθε μία από αυτές ξεχωριστά), μπορεί να τους αφήνουν με την αίσθηση ότι δεν κάνουν αρκετά. Η μία συνθήκη όμως που τους αφήνει σχεδόν πάντα με την εντύπωση αυτήν είναι η γονεϊκότητα. Οι γονείς ανησυχούν ότι δεν περνούν αρκετό χρόνο ή αρκετά ποιοτικό χρόνο με τα παιδιά τους, ότι δεν εφαρμόζουν όσα έχουν διαβάσει ή ακούσει για το πώς να μεγαλώνεις σωστά ένα παιδί, ότι η ενίοτε φασαριόζικη ή άτακτη συμπεριφορά του παιδιού τους καθρεφτίζει ελλείμματα στη γονεϊκότητά τους, ότι δε δίνουν αρκετά καλό παράδειγμα στα παιδιά τους, και άλλα πολλά. Έτσι έρχεται η ενοχή. Μέσα από την ενοχή έρχονται κι άλλα δύσκολα συναισθήματα, όπως θλίψη, θυμός, ντροπή και άγχος. Τα συναισθήματα αυτά συχνά ανακυκλώνονται, διαχέονται και ψάχνουν τον τόπο και το χρόνο να εκτονωθούν. Σε μια κουραστική ημέρα, σε μια φορτισμένη κατάσταση ή απλώς ένα πρωί που το παιδί γκρινιάζει και δεν έχει όρεξη να πάει στο σχολείο, ο γονιός βρίσκει τον εαυτό του στα όρια της υπομονής του και κάπου εκεί έρχεται το ξέσπασμα. Βλέπει κανείς συμπεριφορές από τον εαυτό του που δεν του αρέσουν, ίσως και καθρεφτίσματα συμπεριφορών των δικών του γονιών που είχε ορκιστεί ότι δε θα υιοθετήσει και κάπως έτσι ο κύκλος της ενοχής ξαναξεκινά.


    Αν συνοψίζαμε όλα τα παραπάνω σε μερικές άτυπες οδηγίες, θα λέγαμε τα εξής:
•    Ακούστε το ένστικτό σας. Στην πραγματικότητα κανείς δεν ξέρει τον εαυτό του, την οικογένεια και το παιδί του καλύτερα από το γονιό.
•    Δεν υπάρχουν συμβουλές «one size». Κάθε συμβουλή μπορεί να είναι εν μέρει, υπό συνθήκες ή και ελάχιστα εφαρμόσιμη. Ζυγίστε, δοκιμάστε, επαναπροσδιορίστε.
•    Ακούστε το παιδί σας. Τα παιδιά έχουν μοναδικούς τρόπους να λένε αυτό που θέλουν. Προσπαθήστε να ερμηνεύσετε τις πληροφορίες που σας δίνει το παιδί σας με τα λόγια, τη συμπεριφορά, ακόμα και με τη γκρίνια του.
•    Θυμηθείτε ότι τα παιδιά σας δεν μπορούν να σκεφτούν όπως εσείς. Αντίθετα εσείς, έχοντας υπάρξει παιδιά, μπορείτε να μειώσετε την απόσταση αυτήν αρκεί να επιτρέψετε στον εαυτό σας να μπει στη θέση του παιδιού.
•    Δεν είναι όλες οι ημέρες ίδιες. Όλοι έχουμε καλές και κακές ημέρες. Τα παιδιά σας θα θυμούνται τις ωραίες στιγμές που περάσατε μαζί, όχι αν σας είδαν για 45 ή 50 λεπτά εκείνην την φορτωμένη Τετάρτη του 2024.
•    Υπάρχει διαφορά μεταξύ της ανάληψης ευθύνης και της ενοχοποίησης. Αναλαμβάνω ευθύνες πολλές φορές σημαίνει μαθαίνω από τα λάθη μου και προσπαθώ για το καλύτερο, χωρίς να ξεχνάω το ρόλο μου στη ζωή του παιδιού. 
Κλείνοντας, θα ήθελα για ακόμη μία φορά να παραφράσω τον βρετανό παιδίατρο και ψυχαναλυτή D. W. Winicott, ο οποίος είχε πει πως αυτό που θέλουμε από τους γονείς δεν είναι να είναι τέλειοι και να θεωρούν ότι τα κάνουν όλα σωστά. Χρειάζεται να είναι «απλώς» επαρκώς καλοί. Άλλωστε, στο τέλος της ημέρας αυτό που χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο σε ό, τι αφορά στη γονεϊκότητα δεν είναι το πλήθος των λαθών του, αλλά οι προσπάθειές του να επανορθώσει και η σταθερή παρουσία του στις ζωές των παιδιών του.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Bettelheim, B., 1995. A good enough parent. 2nd ed. London: Thames and Hudson.
Milkie, M. A., Nomaguchi, K., Schiemann, S., 2018. Time Deficits with Children: The link to parents’ mental and physical health. Society and Mental Health. Nov 1; 9 (3): 277-295.
Winnicott, D. W., 1960. The theory of the parent-infant relationship. International Journal of Psychoanalysis. Nov-Dec;41: 585-95.
Winnicott, D. W., 2005. Playing and Reality. 2nd ed. London; New York: Routledge.

 

Αγγελική Δασκαλάκη, Ψυχολόγος MSc.
Ψυχοπαιδαγωγικό Τμήμα
Διαμαντίδειο Νηπιαγωγείο – Παιδικός Σταθμός

Article Category
Publication Date

1922-2022 Προσφύγων βίος και πολιτισμός

Το Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2022, πραγματοποιήθηκε στο θέατρο της Λεοντείου Σχολής Νέας Σμύρνης, η απογευματινή εκδήλωση του Σχολείου μας «1922-2022 ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ: ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ», με αφορμή τα εκατό χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή.

 

 

Η ανάπτυξη της διεκδικητικής συμπεριφοράς στα παιδιά

Submitted by alexapos on Mon, 11/04/2024 - 11:12
Description

logo






Στην καθημερινότητά τους τα παιδιά εκφράζουν συχνά τη δυσκολία να μιλήσουν ανοιχτά για τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους, να ζητήσουν βοήθεια όταν τη χρειάζονται, ή να πουν «όχι» σε καταστάσεις που διαφωνούν με τους συνομήλικους. Αυτά είναι παραδείγματα συμπεριφορών που σχετίζονται με την ικανότητα του ατόμου να διεκδικεί με λειτουργικό τρόπο και χωρίς να κατακλύζεται από το αίσθημα δυσφορίας ή ενοχής για αυτά που επιθυμεί. Πώς όμως, αναπτύσσεται η διεκδικητική συμπεριφορά των παιδιών; Πώς μπορούμε να μεγαλώσουμε παιδιά ικανά να επικοινωνούν με τους γύρω τους με ειλικρίνεια, χωρίς φόβο και ενοχές;

Content
Plain Text

Αρχικά, με τον όρο διεκδικητικότητα αναφερόμαστε στην ικανότητα του ατόμου να διατυπώνει με ελεύθερο τρόπο τις πεποιθήσεις, τις ανάγκες και τα θέλω του έτσι ώστε να μην υποβαθμίζει ούτε τον εαυτό του ούτε τον συνομιλητή του (Αργυρακούλη & Ζαφειροπούλου, 2006). Πρόκειται για την ικανότητα έκφρασης των συναισθημάτων και των δικαιωμάτων του ίδιου, δείχνοντας παράλληλα σεβασμό στα δικαιώματα των άλλων. Στον πυρήνα της η διεκδικητική συμπεριφορά έχει να κάνει με την απευθείας έκφραση των συναισθημάτων, των σκέψεων και των απόψεών μας, σε συνδυασμό με την επίδειξη σεβασμού προς τα συναισθήματα, τις επιθυμίες και τις απόψεις του συνομιλητή μας (Larsen & Jordan, 2017).
Η συμπεριφορά αυτή σχετίζεται με έναν πιο λειτουργικό τρόπο επίλυσης των συγκρούσεων στις διαπροσωπικές σχέσεις, τον αυτοέλεγχο και την αυτοεκτίμηση (Pipas & Jaradat, 2010), ενώ η απουσία διεκδικητικής συμπεριφοράς σχετίζεται συχνά με συναισθήματα άγχους, ματαίωσης και απογοήτευσης, και χαμηλότερα επίπεδα αυτοεκτίμησης.


Θα ήταν βοηθητικό να σκεφτούμε τη διεκδικητική συμπεριφορά ως το μέσο ενός συνεχούς, που από τη μια πλευρά έχει την παθητικότητα και από την άλλη την επιθετικότητα. Άτομα που υιοθετούν μια παθητική συμπεριφορά, φαίνεται να εστιάζουν περισσότερο στις επιθυμίες και τις ανάγκες των άλλων, αγνοώντας ή υποβαθμίζοντας τα δικά τους θέλω και αναπτύσσοντας μια υποχωρητική και απολογητική στάση. Αντίθετα, στην επιθετική συμπεριφορά, το άτομο επιβάλει τις δικές του πεποιθήσεις, απόψεις και θέλω πάνω στους άλλους, επιμένοντας στην ικανοποίηση των αιτημάτων του, αδιαφορώντας για τα συναισθήματα και τις ανάγκες των άλλων. Ας σκεφτούμε ένα παράδειγμα από την καθημερινότητα των παιδιών σχετικά με την επιλογή παιχνιδιού ανάμεσα σε δύο παιδιά. Ένα παιδί που χαρακτηρίζεται από παθητικό τρόπο επικοινωνίας θα απαντούσε: «Δεν με πειράζει...είναι εντάξει, ας παίξουμε αυτό το παιχνίδι», ένα παιδί με επιθετικό τρόπο επικοινωνίας: «Αυτό θα κάνουμε, αν δεν σου αρέσει τι να κάνουμε…», ενώ ένα διεκδικητικό θα απαντούσε αντίστοιχα: «Αυτή είναι μια καλή ιδέα, και τι θα έλεγες μετά να παίξουμε και αυτό επίσης;».

Τι είναι, λοιπόν, η διεκδικητική συμπεριφορά;
1.    Εκφράζω τα συναισθήματά μου («Νιώθω θυμό γιατί...»)
2.    Υποστηρίζω τη γνώμη μου («Πιστεύω ότι...»)
3.    Προτείνω («Μπορώ να προτείνω κάτι;»)
4.    Αρνούμαι («Όχι δεν θέλω να συμμετέχω σε αυτό το παιχνίδι»)
5.    Διαφωνώ («Δεν συμφωνώ με την απόφαση αυτή»)
6.    Εκφράζω τη δυσαρέσκειά μου («Αυτό δεν μου αρέσει»)
7.    Ζητώ συγγνώμη («Συγγνώμη που...»)
8.    Ζητώ διευκρινίσεις («Κύριε, δεν κατάλαβα. Θα μπορούσατε να το επαναλάβετε;»)


Τα παιδιά είναι σημαντικό να κατανοήσουν τα οφέλη της διεκδικητικής συμπεριφοράς στη ζωή τους, να διακρίνουν το πότε είναι σημαντικό να την εκδηλώνουν, και με ποιον τρόπο μπορούν να το επιτύχουν (Kelly, 2009).


Στη συζήτηση με τα παιδιά είναι σημαντικό να εξηγούμε πως έχουν το δικαίωμα να βιώνουν τόσο θετικά όσο και αρνητικά συναισθήματα, να εκφράζουν αυτά τα συναισθήματα, να έχουν τη δική τους άποψη για ένα θέμα, να κάνουν λάθη, να μπορούν να αλλάξουν την απόφασή τους, να ζητήσουν πληροφορίες και βοήθεια, να επιλέγουν ποιες πληροφορίες θα ήθελαν να μοιραστούν ή ποιες ερωτήσεις θα ήθελαν να απαντήσουν, και να ζητήσουν κάτι που επιθυμούν. Αρκεί, φυσικά, όλα αυτά να εκφράζονται με έναν τρόπο κατανοητό, μη εγωκεντρικό και επιβλητικό και με έναν ειλικρινή σεβασμό στην προσωπικότητα και τα προσωπικά όρια των άλλων παιδιών. 


Πολλές φορές, επίσης, τη στιγμή που τα παιδιά βιώνουν μια κατάσταση κατά την οποία χρειάζεται να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, κατακλύζονται από τα έντονα συναισθήματα κι αυτό ίσως τα δυσκολεύει να βρουν τα κατάλληλα λόγια. Η περιγραφή, αρχικά, του γεγονότος που βίωσε ένα παιδί, φαίνεται να το διευκολύνει να ακούσει και να κατανοήσει ποιο είναι το πρόβλημα και να το αντιμετωπίσει, πριν εμείς βιαστούμε να δώσουμε άμεσες απαντήσεις ή συμβουλές.  Στη συνέχεια, είναι χρήσιμο μαζί να τα βοηθήσουμε να σκεφτούν φράσεις που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν σε καταστάσεις που βιώνουν και τα δυσκολεύουν, ώστε να αρχίσουν να αντιμετωπίζουν μόνα τους τα προβλήματά τους. Μερικά παραδείγματα θα μπορούσαν να είναι «Όχι, ευχαριστώ», «Σε παρακαλώ σταμάτα!», «Δεν νιώθω καλά με αυτό», «Όταν εσύ...εγώ νιώθω...γιατί...». Αυτή η διαδικασία δίνει την ευκαιρία στα παιδιά να εξασκήσουν τη δική τους νοημοσύνη και σταδιακά να αναγνωρίζουν πως είναι ικανά να αντιμετωπίσουν και τα ίδια μια δύσκολη συνθήκη, αυξάνοντας έτσι την αυτοπεποίθησή τους και την ευθύνη τους να αναλάβουν την ευθύνη των αποφάσεών τους. Δεν ξεχνάμε, επίσης, να ενθαρρύνουμε και να επαινούμε την προσπάθεια των παιδιών να διεκδικήσουν τις ανάγκες και τα θέλω τους, από τα πολλά μικρά ακόμα βήματα, καθώς αυτό παρακινεί τα παιδιά να συνεχίσουν την προσπάθεια.


Όταν εκφράζουμε την επιθυμία μας ή την άποψή μας θυμόμαστε επίσης τη μη λεκτική μας στάση:
•    Ο τόνος και η ένταση της φωνής μου είναι σταθερός και ανάλογος της κατάστασης
•    Κοιτάζω τον συνομιλητή μου στα μάτια (διατήρηση σταθερής κι όχι επίμονης βλεμματικής επαφής)
•    Διατηρώ κατάλληλη φυσική απόσταση
•    Διατηρώ μια καλή και αποφασιστική στάση σώματος, αντικρίζοντας το άτομο ή τα άτομα που μιλώ
•    Ακούω ενεργά τον συνομιλητή μου χωρίς να διακόπτω


Η ενίσχυση της διεκδικητικής συμπεριφοράς από την παιδική ηλικία δίνει τις βάσεις για την έκφραση αυτής και κατά την περίοδο της εφηβείας, όπου οι έφηβοι εντάσσονται στις ομάδες των συνομηλίκων έχοντας αναπτύξει δεξιότητες όπως η συνεργασία, ο συμβιβασμός, η επικοινωνία και η αμοιβαιότητα, στοιχεία που αποτελούν τη βάση της κοινωνικής τους ζωής και τον πυρήνα της διαπροσωπικής συμπεριφοράς και των κοινωνικών σχέσεων γενικότερα (Parray & Kumar, 2017). Καταφέρνουν και αναπτύσσουν, έτσι, ποιοτικές κοινωνικές συναναστροφές, μειώνοντας το άγχος των κοινωνικών συνδιαλλαγών και οικοδομώντας μια θετική εικόνα εαυτού. 

Βιβλιογραφία
Αργυρακούλη Ε., & Ζαφειροπούλου, Μ. (2006). Μια ανθρωποκεντρική παρέμβαση διεκδικητικής συμπεριφοράς σε ομάδες γυναικείου πληθυσμού: Ποσοτική και ποιοτική ανάλυση. Ψυχολογία, 13(1), 56-77.
Kelly, A. (2009). Μιλώντας για: Ένα πακέτο ανάπτυξης δεξιοτήτων κοινωνικής επικοινωνίας (Λεπτίδη, Χ., Μετ.). Αθήνα:Εκδόσεις Γλαύκη 
Larsen, K.L., & Jordan, S.S. (2017). Assertiveness Training. Encyclopedia of Personality and Individual Differences, 18(3), 1-4.
Parray, W. M., & Kumar, S. (2017). Impacts of assertiveness training on the level of assertiveness, self-esteem, stress, psychological well-being and academic achievement of adolescents. Indian Journal of Health and Well-being, 8(12), 1476-1480.
Pipas, M.D., & Jaradat, M. (2010). Assertive communication skills. Fundamental Studies of Economic Research Journal, 12 (2), 649-656.

Τσαγκάρη Θάλεια
Ψυχολόγος, MSc
Ψυχοπαιδαγωγικό Τμήμα
Δημοτικό «Χρυσόστομος Σμύρνης»

 

Article Category
Publication Date

Έξι Τρόποι Ενίσχυσης της Μελέτης των Μαθητών του Γυμνασίου

Submitted by alexapos on Mon, 11/04/2024 - 11:37
Description

LOGO

 




Σημαντικό είναι αυτή την πρώτη περίοδο του Γυμνασίου, όπου τα παιδιά ακόμη προσπαθούν να καταλάβουν πώς λειτουργεί η νέα εκπαιδευτική βαθμίδα να ενισχυθούν και να διευκολυνθούν. 

Παρακάτω προτείνονται έξι οδηγίες για την οργάνωση της μελέτης, η οποία αποτελεί τη βάση της μαθησιακής διαδικασίας:

Content
Plain Text


1.    Φροντίζουμε να υπάρχει ένας ευχάριστος, ήσυχος, φωτεινός και οργανωμένος χώρος μελέτης. Οι μαθητές/-τριες του Γυμνασίου είναι σημαντικό να έχουν έναν προσωπικό χώρο για το διάβασμά τους, συνθήκη, η οποία διευκολύνει τόσο τη συγκέντρωση και τη σταδιακή αυτονόμηση, όσο και την ιδιωτικότητα, «τον προσωπικό χώρο», που οι έφηβοι αναζητούν έντονα. 
2.    Βοηθήστε να δημιουργήσουν ένα αναλυτικό ωρολόγιο πρόγραμμα, πάνω στο οποίο να αναγράφεται το πρόγραμμα του σχολείου και οι απογευματινές τους δραστηριότητες, όπως επίσης και τα απαραίτητα εφόδια για το καθένα από αυτά, όπως τα τετράδια και τα βιβλία που αντιστοιχούν σε κάθε μάθημα. Με αυτό τον τρόπο, τα παιδιά όχι μόνο έχουν οπτικοποιημένες και σωστά οργανωμένες τις απαραίτητες πληροφορίες για να οργανώσουν τη μελέτη τους, αλλά μπορούν να προετοιμαστούν εγκαίρως για την επόμενη μέρα. 
3.    Υποστηρίξτε τα παιδιά στην οργάνωση και στη μελέτη. Ακόμη και αν μέχρι τώρα κάποια παιδιά ήταν σε θέση να μελετούν μόνα τους, μπορεί να χρειάζονται εκ νέου τη βοήθειά σας, την οποία είναι σημαντικό να προσφέρετε με μια «καλοπροαίρετη ουδετερότητα», δηλαδή όντας διαθέσιμοι και όχι ελεγκτικοί. Ιδιαιτέρως βοηθητική και υποστηρικτική ως προς τη μελέτη μπορεί να είναι μια σύντομη «επίσκεψη» στο χώρο μελέτης και μια σύντομη αναφορά στο μάθημα που μελέτα εκείνη τη στιγμή το παιδί. Με αυτό τον τρόπο, ο γονέας δείχνει τη διαθεσιμότητά του, χωρίς όμως να ελέγχει. 
4.    Προ-συμφωνήστε σύντομα διαλείμματα από τη μελέτη, για ένα σνακ, ή μια σύντομη συζήτηση, μακριά από τις οθόνες. Οι κοινές αυτές «συμφωνίες» μπορούν να προλάβουν εντάσεις και να δημιουργήσουν ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο, δημιουργείται ένα κοινός τόπος συνάντησης και ποιοτικός χρόνος. 
5.    Ενισχύστε θετικά τα παιδιά και αναγνωρίστε την προσπάθεια που καταβάλλουν, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα. Ακόμη και αν η βαθμολογία τους δεν είναι άριστη, είναι σημαντικό να προσπαθούν και να βελτιώνονται. Την προσπάθεια των παιδιών την αξιολογούμε με βάση το προσωπικό τους σημείο εκκίνησης και όχι την αριστεία. Η πλατφόρμα Classter είναι ιδιαιτέρως βοηθητική καθώς αποτυπώνει και στατιστικά τις απαραίτητες πληροφορίες.
6.    Η σωστή διατροφή και η ξεκούραση μειώνουν το σωματικό στρες και ενισχύουν τα παιδιά τόσο σωματικά όσο και συναισθηματικά. 
Η σκέψη και συνεπώς «το διάβασμα», «η μελέτη», παραφράζοντας τον μεηάλο ψυχαναλυτή W. R. Bion, είναι σχέση. Ο τρόπος, με τον οποίο ένα παιδί διαβάζει, συνδέεται άμεσα με την ποιότητα της σχέσης μεταξύ του παιδιού και των γονέων του. Για αυτό το λόγο, πρώτη μέριμνα των γονέων θα πρέπει να είναι η δημιουργία μιας υγιούς και δημιουργικής σχέσης με το παιδί του και δευτερευόντως η μελέτη. Η φροντίδα των παιδιών είναι σημαντικό να μην περιορίζεται σε μια λίστα υποχρεώσεων, η οποία εκτελείται διαδικαστικά, αλλά στην ουσιαστική επικοινωνία και στο «μοίρασμα». 


Ενδεικτική βιβλιογραφία 
Ζαχαρογέωργα, Τ., Σακελλαρίου, Κ. (2022). Συμβουλευτική γονέων. Από τη θεωρία
στην πράξη. Εκδόσεις ΒΗΤΑ 

Bion, W. R. (1967). Réflexion faite. Presses Universitaires de France.

Kalaycioglu DB. The Influence of Socioeconomic Status, Self-Efficacy, and Anxiety on Mathematics Achievement in England, Greece, Hong Kong, the Netherlands, Turkey, and the USA. Educational Sciences: Theory and Practice. 2015; 15(5):1391–401.

Lim SS, Updike RL, Kaldjian AS, Barber RM, Cowling K, York H, et al. Measuring human capital: a systematic analysis of 195 countries and territories, 1990–2016. The Lancet. 24 September2018. https:// doi.org/10.1016/S0140-6736(18)31941-X PMID: 30266414

Serbin LA, Stack DM, Kingdon D. Academic success across the transition from primary to secondary schooling among lower-income adolescents: Understanding the effects of family resources and gender. Journal of youth and adolescence. 2013; 42(9):1331–47. https://doi.org/10.1007/s10964-013-9987-4 PMID: 23904002

Ελίνα Καρδαρά 
Ψυχολόγος, PhD
Ψυχοπαιδαγωγικό Τμήμα 
Γυμνάσιο-Λύκειο 

Article Category
Publication Date