Κατά τις συζητήσεις μου με γονείς παιδιών κάθε ηλικίας, τόσο στην εργασία μου, ως ψυχολόγος όσο και στην προσωπική μου ζωή, κάποια στιγμή ανακύπτουν απορίες σχετικά με χειρισμούς ή συμπεριφορές τους προς τα παιδιά. Αναρωτιούνται εάν οι αποφάσεις, οι συμπεριφορές και οι επιλογές τους ως γονείς είναι κατάλληλες, επιστημονικά ορθές και συναισθηματικά έγκυρες. Πίσω από όλες αυτές τις απορίες, κρύβεται το ίδιο ερώτημα: Είμαι καλός γονιός; Πρόκειται για ένα εξαιρετικά ευαίσθητο ζήτημα, το οποίο έρχεται διαρκώς στην επιφάνεια, καθώς οι γονείς δέχονται αδιάκοπες πιέσεις να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να ανταποκριθούν σε αυτές. Ταυτόχρονα, λαμβάνουν βροχή (καταιγίδα, ίσως) πληροφοριών και νουθεσιών από το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, από βιβλία γονεϊκότητας, ειδικούς, εκπαιδευτικούς, ακόμη και τους δικούς τους γονείς οι οποίοι συχνά με την καλή προαίρεση της προσφοράς βοήθειας και υποστήριξης, μπορεί να γίνουν έως και πιεστικοί προσδοκώντας (για το καλό του παιδιού και του «του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί μου», δηλαδή του εγγονιού τους) να θέσουν και πολλές φορές να επιβάλλουν τη δική τους άποψη.
Συχνά λέγεται ότι «δεν υπάρχει εγχειρίδιο οδηγιών χρήσης για το πώς να μεγαλώσει κανείς ένα παιδί». Η διατύπωση αυτή αληθεύει, καθώς ακόμη κι αν υπήρχε, θα μας ήταν άχρηστο. Η κάθε οικογένεια είναι διαφορετική και μοναδική και αποτελείται από ανθρώπους που προέρχονται από άλλες, πολύπλοκες, διαφορετικές και μοναδικές οικογένειες. Οι παράμετροι είναι πάρα πολλές και οι καταστάσεις τρέχουν καθημερινά με σχεδόν ιλιγγιώδη ταχύτητα. Οι γονείς καλούνται να μεγαλώσουν τα παιδιά τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, προσπαθώντας παράλληλα να αντεπεξέλθουν στις προσωπικές τους ανάγκες, στην εργασία τους, στην κοινωνική τους ζωή, συχνά στο ρόλο του/της συζύγου και συντρόφου και σε διάφορες άλλες απαιτητικές για τους ίδιους διαστάσεις της καθημερινής ζωής.
Πολλές φορές, οι παραπάνω συνθήκες (όλες μαζί, ο συνδυασμός τους ή κάθε μία από αυτές ξεχωριστά), μπορεί να τους αφήνουν με την αίσθηση ότι δεν κάνουν αρκετά. Η μία συνθήκη όμως που τους αφήνει σχεδόν πάντα με την εντύπωση αυτήν είναι η γονεϊκότητα. Οι γονείς ανησυχούν ότι δεν περνούν αρκετό χρόνο ή αρκετά ποιοτικό χρόνο με τα παιδιά τους, ότι δεν εφαρμόζουν όσα έχουν διαβάσει ή ακούσει για το πώς να μεγαλώνεις σωστά ένα παιδί, ότι η ενίοτε φασαριόζικη ή άτακτη συμπεριφορά του παιδιού τους καθρεφτίζει ελλείμματα στη γονεϊκότητά τους, ότι δε δίνουν αρκετά καλό παράδειγμα στα παιδιά τους, και άλλα πολλά. Έτσι έρχεται η ενοχή. Μέσα από την ενοχή έρχονται κι άλλα δύσκολα συναισθήματα, όπως θλίψη, θυμός, ντροπή και άγχος. Τα συναισθήματα αυτά συχνά ανακυκλώνονται, διαχέονται και ψάχνουν τον τόπο και το χρόνο να εκτονωθούν. Σε μια κουραστική ημέρα, σε μια φορτισμένη κατάσταση ή απλώς ένα πρωί που το παιδί γκρινιάζει και δεν έχει όρεξη να πάει στο σχολείο, ο γονιός βρίσκει τον εαυτό του στα όρια της υπομονής του και κάπου εκεί έρχεται το ξέσπασμα. Βλέπει κανείς συμπεριφορές από τον εαυτό του που δεν του αρέσουν, ίσως και καθρεφτίσματα συμπεριφορών των δικών του γονιών που είχε ορκιστεί ότι δε θα υιοθετήσει και κάπως έτσι ο κύκλος της ενοχής ξαναξεκινά.
Αν συνοψίζαμε όλα τα παραπάνω σε μερικές άτυπες οδηγίες, θα λέγαμε τα εξής:
• Ακούστε το ένστικτό σας. Στην πραγματικότητα κανείς δεν ξέρει τον εαυτό του, την οικογένεια και το παιδί του καλύτερα από το γονιό.
• Δεν υπάρχουν συμβουλές «one size». Κάθε συμβουλή μπορεί να είναι εν μέρει, υπό συνθήκες ή και ελάχιστα εφαρμόσιμη. Ζυγίστε, δοκιμάστε, επαναπροσδιορίστε.
• Ακούστε το παιδί σας. Τα παιδιά έχουν μοναδικούς τρόπους να λένε αυτό που θέλουν. Προσπαθήστε να ερμηνεύσετε τις πληροφορίες που σας δίνει το παιδί σας με τα λόγια, τη συμπεριφορά, ακόμα και με τη γκρίνια του.
• Θυμηθείτε ότι τα παιδιά σας δεν μπορούν να σκεφτούν όπως εσείς. Αντίθετα εσείς, έχοντας υπάρξει παιδιά, μπορείτε να μειώσετε την απόσταση αυτήν αρκεί να επιτρέψετε στον εαυτό σας να μπει στη θέση του παιδιού.
• Δεν είναι όλες οι ημέρες ίδιες. Όλοι έχουμε καλές και κακές ημέρες. Τα παιδιά σας θα θυμούνται τις ωραίες στιγμές που περάσατε μαζί, όχι αν σας είδαν για 45 ή 50 λεπτά εκείνην την φορτωμένη Τετάρτη του 2024.
• Υπάρχει διαφορά μεταξύ της ανάληψης ευθύνης και της ενοχοποίησης. Αναλαμβάνω ευθύνες πολλές φορές σημαίνει μαθαίνω από τα λάθη μου και προσπαθώ για το καλύτερο, χωρίς να ξεχνάω το ρόλο μου στη ζωή του παιδιού.
Κλείνοντας, θα ήθελα για ακόμη μία φορά να παραφράσω τον βρετανό παιδίατρο και ψυχαναλυτή D. W. Winicott, ο οποίος είχε πει πως αυτό που θέλουμε από τους γονείς δεν είναι να είναι τέλειοι και να θεωρούν ότι τα κάνουν όλα σωστά. Χρειάζεται να είναι «απλώς» επαρκώς καλοί. Άλλωστε, στο τέλος της ημέρας αυτό που χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο σε ό, τι αφορά στη γονεϊκότητα δεν είναι το πλήθος των λαθών του, αλλά οι προσπάθειές του να επανορθώσει και η σταθερή παρουσία του στις ζωές των παιδιών του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bettelheim, B., 1995. A good enough parent. 2nd ed. London: Thames and Hudson.
Milkie, M. A., Nomaguchi, K., Schiemann, S., 2018. Time Deficits with Children: The link to parents’ mental and physical health. Society and Mental Health. Nov 1; 9 (3): 277-295.
Winnicott, D. W., 1960. The theory of the parent-infant relationship. International Journal of Psychoanalysis. Nov-Dec;41: 585-95.
Winnicott, D. W., 2005. Playing and Reality. 2nd ed. London; New York: Routledge.
Αγγελική Δασκαλάκη, Ψυχολόγος MSc.
Ψυχοπαιδαγωγικό Τμήμα
Διαμαντίδειο Νηπιαγωγείο – Παιδικός Σταθμός