Αρχικά, με τον όρο διεκδικητικότητα αναφερόμαστε στην ικανότητα του ατόμου να διατυπώνει με ελεύθερο τρόπο τις πεποιθήσεις, τις ανάγκες και τα θέλω του έτσι ώστε να μην υποβαθμίζει ούτε τον εαυτό του ούτε τον συνομιλητή του (Αργυρακούλη & Ζαφειροπούλου, 2006). Πρόκειται για την ικανότητα έκφρασης των συναισθημάτων και των δικαιωμάτων του ίδιου, δείχνοντας παράλληλα σεβασμό στα δικαιώματα των άλλων. Στον πυρήνα της η διεκδικητική συμπεριφορά έχει να κάνει με την απευθείας έκφραση των συναισθημάτων, των σκέψεων και των απόψεών μας, σε συνδυασμό με την επίδειξη σεβασμού προς τα συναισθήματα, τις επιθυμίες και τις απόψεις του συνομιλητή μας (Larsen & Jordan, 2017).
Η συμπεριφορά αυτή σχετίζεται με έναν πιο λειτουργικό τρόπο επίλυσης των συγκρούσεων στις διαπροσωπικές σχέσεις, τον αυτοέλεγχο και την αυτοεκτίμηση (Pipas & Jaradat, 2010), ενώ η απουσία διεκδικητικής συμπεριφοράς σχετίζεται συχνά με συναισθήματα άγχους, ματαίωσης και απογοήτευσης, και χαμηλότερα επίπεδα αυτοεκτίμησης.
Θα ήταν βοηθητικό να σκεφτούμε τη διεκδικητική συμπεριφορά ως το μέσο ενός συνεχούς, που από τη μια πλευρά έχει την παθητικότητα και από την άλλη την επιθετικότητα. Άτομα που υιοθετούν μια παθητική συμπεριφορά, φαίνεται να εστιάζουν περισσότερο στις επιθυμίες και τις ανάγκες των άλλων, αγνοώντας ή υποβαθμίζοντας τα δικά τους θέλω και αναπτύσσοντας μια υποχωρητική και απολογητική στάση. Αντίθετα, στην επιθετική συμπεριφορά, το άτομο επιβάλει τις δικές του πεποιθήσεις, απόψεις και θέλω πάνω στους άλλους, επιμένοντας στην ικανοποίηση των αιτημάτων του, αδιαφορώντας για τα συναισθήματα και τις ανάγκες των άλλων. Ας σκεφτούμε ένα παράδειγμα από την καθημερινότητα των παιδιών σχετικά με την επιλογή παιχνιδιού ανάμεσα σε δύο παιδιά. Ένα παιδί που χαρακτηρίζεται από παθητικό τρόπο επικοινωνίας θα απαντούσε: «Δεν με πειράζει...είναι εντάξει, ας παίξουμε αυτό το παιχνίδι», ένα παιδί με επιθετικό τρόπο επικοινωνίας: «Αυτό θα κάνουμε, αν δεν σου αρέσει τι να κάνουμε…», ενώ ένα διεκδικητικό θα απαντούσε αντίστοιχα: «Αυτή είναι μια καλή ιδέα, και τι θα έλεγες μετά να παίξουμε και αυτό επίσης;».
Τι είναι, λοιπόν, η διεκδικητική συμπεριφορά;
1. Εκφράζω τα συναισθήματά μου («Νιώθω θυμό γιατί...»)
2. Υποστηρίζω τη γνώμη μου («Πιστεύω ότι...»)
3. Προτείνω («Μπορώ να προτείνω κάτι;»)
4. Αρνούμαι («Όχι δεν θέλω να συμμετέχω σε αυτό το παιχνίδι»)
5. Διαφωνώ («Δεν συμφωνώ με την απόφαση αυτή»)
6. Εκφράζω τη δυσαρέσκειά μου («Αυτό δεν μου αρέσει»)
7. Ζητώ συγγνώμη («Συγγνώμη που...»)
8. Ζητώ διευκρινίσεις («Κύριε, δεν κατάλαβα. Θα μπορούσατε να το επαναλάβετε;»)
Τα παιδιά είναι σημαντικό να κατανοήσουν τα οφέλη της διεκδικητικής συμπεριφοράς στη ζωή τους, να διακρίνουν το πότε είναι σημαντικό να την εκδηλώνουν, και με ποιον τρόπο μπορούν να το επιτύχουν (Kelly, 2009).
Στη συζήτηση με τα παιδιά είναι σημαντικό να εξηγούμε πως έχουν το δικαίωμα να βιώνουν τόσο θετικά όσο και αρνητικά συναισθήματα, να εκφράζουν αυτά τα συναισθήματα, να έχουν τη δική τους άποψη για ένα θέμα, να κάνουν λάθη, να μπορούν να αλλάξουν την απόφασή τους, να ζητήσουν πληροφορίες και βοήθεια, να επιλέγουν ποιες πληροφορίες θα ήθελαν να μοιραστούν ή ποιες ερωτήσεις θα ήθελαν να απαντήσουν, και να ζητήσουν κάτι που επιθυμούν. Αρκεί, φυσικά, όλα αυτά να εκφράζονται με έναν τρόπο κατανοητό, μη εγωκεντρικό και επιβλητικό και με έναν ειλικρινή σεβασμό στην προσωπικότητα και τα προσωπικά όρια των άλλων παιδιών.
Πολλές φορές, επίσης, τη στιγμή που τα παιδιά βιώνουν μια κατάσταση κατά την οποία χρειάζεται να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, κατακλύζονται από τα έντονα συναισθήματα κι αυτό ίσως τα δυσκολεύει να βρουν τα κατάλληλα λόγια. Η περιγραφή, αρχικά, του γεγονότος που βίωσε ένα παιδί, φαίνεται να το διευκολύνει να ακούσει και να κατανοήσει ποιο είναι το πρόβλημα και να το αντιμετωπίσει, πριν εμείς βιαστούμε να δώσουμε άμεσες απαντήσεις ή συμβουλές. Στη συνέχεια, είναι χρήσιμο μαζί να τα βοηθήσουμε να σκεφτούν φράσεις που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν σε καταστάσεις που βιώνουν και τα δυσκολεύουν, ώστε να αρχίσουν να αντιμετωπίζουν μόνα τους τα προβλήματά τους. Μερικά παραδείγματα θα μπορούσαν να είναι «Όχι, ευχαριστώ», «Σε παρακαλώ σταμάτα!», «Δεν νιώθω καλά με αυτό», «Όταν εσύ...εγώ νιώθω...γιατί...». Αυτή η διαδικασία δίνει την ευκαιρία στα παιδιά να εξασκήσουν τη δική τους νοημοσύνη και σταδιακά να αναγνωρίζουν πως είναι ικανά να αντιμετωπίσουν και τα ίδια μια δύσκολη συνθήκη, αυξάνοντας έτσι την αυτοπεποίθησή τους και την ευθύνη τους να αναλάβουν την ευθύνη των αποφάσεών τους. Δεν ξεχνάμε, επίσης, να ενθαρρύνουμε και να επαινούμε την προσπάθεια των παιδιών να διεκδικήσουν τις ανάγκες και τα θέλω τους, από τα πολλά μικρά ακόμα βήματα, καθώς αυτό παρακινεί τα παιδιά να συνεχίσουν την προσπάθεια.
Όταν εκφράζουμε την επιθυμία μας ή την άποψή μας θυμόμαστε επίσης τη μη λεκτική μας στάση:
• Ο τόνος και η ένταση της φωνής μου είναι σταθερός και ανάλογος της κατάστασης
• Κοιτάζω τον συνομιλητή μου στα μάτια (διατήρηση σταθερής κι όχι επίμονης βλεμματικής επαφής)
• Διατηρώ κατάλληλη φυσική απόσταση
• Διατηρώ μια καλή και αποφασιστική στάση σώματος, αντικρίζοντας το άτομο ή τα άτομα που μιλώ
• Ακούω ενεργά τον συνομιλητή μου χωρίς να διακόπτω
Η ενίσχυση της διεκδικητικής συμπεριφοράς από την παιδική ηλικία δίνει τις βάσεις για την έκφραση αυτής και κατά την περίοδο της εφηβείας, όπου οι έφηβοι εντάσσονται στις ομάδες των συνομηλίκων έχοντας αναπτύξει δεξιότητες όπως η συνεργασία, ο συμβιβασμός, η επικοινωνία και η αμοιβαιότητα, στοιχεία που αποτελούν τη βάση της κοινωνικής τους ζωής και τον πυρήνα της διαπροσωπικής συμπεριφοράς και των κοινωνικών σχέσεων γενικότερα (Parray & Kumar, 2017). Καταφέρνουν και αναπτύσσουν, έτσι, ποιοτικές κοινωνικές συναναστροφές, μειώνοντας το άγχος των κοινωνικών συνδιαλλαγών και οικοδομώντας μια θετική εικόνα εαυτού.
Βιβλιογραφία
Αργυρακούλη Ε., & Ζαφειροπούλου, Μ. (2006). Μια ανθρωποκεντρική παρέμβαση διεκδικητικής συμπεριφοράς σε ομάδες γυναικείου πληθυσμού: Ποσοτική και ποιοτική ανάλυση. Ψυχολογία, 13(1), 56-77.
Kelly, A. (2009). Μιλώντας για: Ένα πακέτο ανάπτυξης δεξιοτήτων κοινωνικής επικοινωνίας (Λεπτίδη, Χ., Μετ.). Αθήνα:Εκδόσεις Γλαύκη
Larsen, K.L., & Jordan, S.S. (2017). Assertiveness Training. Encyclopedia of Personality and Individual Differences, 18(3), 1-4.
Parray, W. M., & Kumar, S. (2017). Impacts of assertiveness training on the level of assertiveness, self-esteem, stress, psychological well-being and academic achievement of adolescents. Indian Journal of Health and Well-being, 8(12), 1476-1480.
Pipas, M.D., & Jaradat, M. (2010). Assertive communication skills. Fundamental Studies of Economic Research Journal, 12 (2), 649-656.
Τσαγκάρη Θάλεια
Ψυχολόγος, MSc
Ψυχοπαιδαγωγικό Τμήμα
Δημοτικό «Χρυσόστομος Σμύρνης»